ἠπητήριον

ἠπητήριον
ἠπ-ητήριον, τό,
A needle, Ael.Dion.Fr.29, Gloss.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ηπητήριον — ἠπητήριον, το (Α) [ηπητής] βελόνα για ράψιμο δερμάτων …   Dictionary of Greek

  • ἠπητήριον — needle neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠπητηρίου — ἠπητήριον needle neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ηπάομαι — ἠπάομαι (Α) διορθώνω, επισκευάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για μεταρρηματικό σχηματισμό με μακρόφωνο (η ) θέμα (πρβλ. πηδώ) που συνδέεται με αρχ. ινδ. vapati «κουρεύω». Τόσο το ηπάομαι όσο και τα παράγωγά του (πρβλ. ηπητής,… …   Dictionary of Greek

  • ηπήτριον — ἠπήτριον, τό (Α) το ηπητήριον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”